- ηὐτοματισμένως
- ηὐτομᾰτισμένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass., ([etym.] αὐτοματίζω)A arbitrarily, Procl. in Prm.p.650 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηυτοματισμένως — ηὐτοματισμένως (Α) επίρρ. αυτόματα, εκούσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηυτοματισμένος, μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. τού ρ. αυτοματίζομαι] … Dictionary of Greek
ηὐτοματισμένως — αὐτοματίζω act of oneself perf part mp masc acc pl (doric) ηὐτοματισμένως arbitrarily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)